μαλακίζεται

μαλακίζεται
μαλακίζομαι
to be softened
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμαλάκιστος — η, ο (Α ἀμαλάκιστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν μαλακίζεται, δεν αυνανίζεται 2. αυτός που δεν έπαθε μαλάκυνση, γεροντική άνοια αρχ. 1. αμαλάκωτος, που δεν μπορεί να μαλακώσει, σκληρός 2. ψυχρός, σκληρός, άτεγκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀμαλάκιστος… …   Dictionary of Greek

  • μαλακίζομαι — (AM μαλακίζομαι) [μαλακός] αυνανίζομαι νεοελλ. 1. κάνω βλακώδεις ενέργειες 2. περνώ άσκοπα τον καιρό μου 3. ενεργ. μαλακίζω αυνανίζω κάποιον 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαλακισμένος, η, ο α) αποβλακωμένος από τον αυνανισμό β) βλάκας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”